ὑποχωρήσω

ὑποχωρήσω
ὑ̱ποχωρήσω , ὑποχωρέω
go back
aor ind mid 2nd sg
ὑποχωρέω
go back
aor subj act 1st sg
ὑποχωρέω
go back
fut ind act 1st sg
ὑ̱ποχωρήσω , ὑποχωρέω
go back
futperf ind act 1st sg
ὑποχωρέω
go back
aor subj act 1st sg
ὑποχωρέω
go back
fut ind act 1st sg
ὑποχωρέω
go back
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
ὑποχωρέω
go back
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άκρο — το (Α ἄκρον) 1. το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο σημείο ενός πράγματος ή τόπου, η άκρη 2. μτφ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. υπερβολή, ακρότητα νεοελλ. 1. στον πληθ. τα άκρα* (άνω και κάτω), τα ακραία μέλη …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”